- στοργήν
- στοργήlovefem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… … Dictionary of Greek
στοργή — η, ΝΜΑ αγάπη αγνή, θερμή και βαθιά, αφοσίωση (α. «μητρική στοργή» β. «ἡδύ γε πατὴρ τέκνοισιν, εἰ στοργὴν ἔχοι», Φιλήμ. γ. «γονέων πρὸς ἔκγονα στοργή», Πλούτ.) αρχ. σπαν. ερωτική αγάπη, σαρκικός πόθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα στοργ τού… … Dictionary of Greek